στοργή — love fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοργή — η βαθιά αγάπη κυρίως μεταξύ γονέων και τέκνων: Αυτό το παιδί δεν ένιωσε στοργή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στοργῇ — στοργέω pres subj mp 2nd sg στοργέω pres ind mp 2nd sg στοργέω pres subj act 3rd sg στοργή love fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοργῆι — στοργῇ , στοργέω pres subj mp 2nd sg στοργῇ , στοργέω pres ind mp 2nd sg στοργῇ , στοργέω pres subj act 3rd sg στοργῇ , στοργή love fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοργαῖς — στοργή love fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοργαί — στοργή love fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοργᾶς — στοργή love fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοργᾷ — στοργή love fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοργήν — στοργή love fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοργικός — ή, ό / στοργικός, ή, όν, ΝΑ [στοργή] (για πρόσ.) αυτός που τρέφει στοργή, που συμπεριφέρεται με στοργή («στοργική μητέρα») νεοελλ. αυτός που γίνεται με στοργή (α. «στοργικές περιποιήσεις» β. «στοργική στάση»). επίρρ... στοργικώς και στοργικά Ν με … Dictionary of Greek